Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος – Με αφορμή την αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ

Θανάσης Καμπαγιάννης

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα του 20ού και των αρχών του 21ου αιώνα εξακολουθεί να ηγεμονεύεται από τρεις δυναστείες. Τρεις πολιτικές οικογένειες και οι απόγονοί τους καταλαμβάνουν τη θέση του Πρωθυπουργού εδώ και 70 χρόνια με μικρά διαλείμματα (δεν αναφέρομαι βεβαίως στη Χούντα όπου δεν υπήρχε θέμα δημοκρατικής εκλογής). Εύκολα θα μπορουσε κάποιος να μιλήσει για οικογενειοκρατία, αλλά πρόκειται για κάτι πιο βαθύ και δομικό, σχετιζόμενο με την ίδια την αρχιτεκτονική του πολιτικού συστήματος. Οι δυναστείες Καραμανλή, Παπανδρέου και Μητσοτάκη εκφράζουν τρεις ρόλους, που αντιστοιχούν στην ανάγκη (πραγματικής ή διεθλασμένης) εκπροσώπησης των διαφορετικών ταξικών συμφερόντων μέσα στο κράτος με σκοπό πάντα την αναπαραγωγή των σχέσεων κυριαρχίας. Οι ρόλοι θυμίζουν το παλιό γουέστερν “Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος”, μόνο που ο ρόλος του καλού και του κακού εξαρτάται από τη σκοπιά θέασης, σε αντίθεση με τον ρόλο του άσχημου που είναι δεδομένος.

Ο καλός του αστικού πολιτικού συστήματος (για μας ο “κακός”) είναι η δυναστεία Καραμανλή: εκφράζει τα κυρίαρχα ταξικά συμφέροντα και τον εθνικό κορμό, εκπροσωπεί το κόμμα του νόμου και της τάξης, εξασφαλίζει τα συμφέροντα των οικονομικά ισχυρών οικοδομώντας μια συμμαχία με λαϊκά, ιδίως μικροαστικά, στρώματα ώστε να εμφανίζονται τα συμφέροντα των ιδιοκτητριών τάξεων ως δίκαια και πλειοψηφικά. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είναι φυσικά ο γενάρχης αυτής της δυναστείας, με έντονο το αποτύπωμά του στους γεωπολιτικούς προσανατολισμούς της χώρας.

Ο κακός του αστικού πολιτικού συστήματος (για μας ο “καλός”) είναι η δυναστεία Παπανδρέου: επιχειρεί να εκφράσει τα κατώτερα λαϊκά στρώματα και προσπαθεί να μεσιτεύσει τα συμφέροντά τους μέσα στο κράτος, εξασφαλίζοντας τελικά την κοινωνική ειρήνη με τρόπο που οι από κάτω να μπορούν να βλέπουν σε αυτή τα δικά τους συμφέροντα και διεκδικήσεις. Κρίσιμο ρόλο για αυτή τη δυναστεία έχει η διαχείριση των μαζών όταν αυτές ξεσηκώνονται και η σχέση με την αριστερά που από το 1918 συγκροτήθηκε σε αυτόνομη πολιτική παράταξη. Αρχετυπική μορφή είναι εδώ η φιγούρα του Γεώργιου Παπανδρέου, που από πρωθυπουργός της στρατιωτικής σύγκρουσης με την Αντίσταση κατέληξε (αν και αντικομμουνιστής) εκφραστής των λαϊκών μαζών τη δεκαετία του 60 με κορύφωση τα Ιουλιανά του 1965.

Ο άσχημος δεν θέλει επεξήγηση ούτε αμφισβητείται. Η δυναστεία Μητσοτάκη γεννήθηκε μέσα στην προδοσία, όταν κατάλαβε ότι η ηγεσία του δεύτερου πόλου είχε κριθεί και επέλεξε να αποστατήσει στην αντίπαλη παράταξη. Από τότε τα στελέχη της δυναστείας έχουν χρεωθεί τις βρώμικες δουλειές της κυρίαρχης τάξης με ειδίκευση στη δολοφονία χαρακτήρων του αντιδεξιού πόλου, απολαμβάνοντας πάντα προνομιακές σχέσεις με τον διεθνή παράγοντα και το τραπεζικό κεφάλαιο. Η έλλειψη λαϊκότητας και οργανικότητας υποκαθίσταται από υπόγειες διαδρομές με την άκρα δεξιά και το βαθύ κράτος.

Σ’ αυτό το απολύτως ελεγχόμενο πολιτικό σύστημα, ο Αλέξης Τσίπρας ήρθε από τα έξω. Η μόνη σύγκριση που μπορεί να γίνει είναι με την περίπτωση του Ανδρέα Παπανδρέου. Κι αυτό γιατί, αν και γόνος, ο Ανδρέας επέλεξε να σπάσει με το κόμμα του πατέρα του, ώστε να διαχειριστεί τη ριζοσπαστικοποίηση της μεταπολίτευσης. Τόσο ο Αλέξης Τσίπρας όσο και ο Ανδρέας Παπανδρέου καβάλησαν τεράστια λαϊκά κύματα και τα οδήγησαν στην κοίτη της αριστερής κυβερνησιμότητας. Όσο και αν το ΠΑΣΟΚ αποκήρυσσε τη διεθνή σοσιαλδημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ προερχόταν από τις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος, η στρατηγική και των δύο, ήδη από τη ριζοσπαστική τους φάση, δεν ήταν ποτέ η ρήξη. Η κυβερνητική διαχείριση θα σήμαινε αναγκαστικά συμβιβασμούς, από όπου και οι ομοιότητες των δύο ηγετών: κυβερνησιμότητα πάει να πει να τα βρεις με τις ΗΠΑ και την ΕΟΚ/ΕΕ, να ελέγξεις τους κρατικούς μηχανισμούς ερχόμενος σε συμφωνία με παράγοντες που μέχρι χτες αμφισβητούσες, να συνδιαλλαγείς με οικονομικά ισχυρούς και να βρεις εκείνες τις πολιτικές που ισορροπούν ανάμεσα στο κράτος, το κεφάλαιο και τους από κάτω. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της κυβέρνησης Τσίπρα είναι η συμφωνία των Πρεσπών που συνδύαζε την επίλυση μιας εθνικιστικής αντιπαράθεσης για το όνομα της γειτονικής χώρας με την επέκταση του ΝΑΤΟ στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία.

Η ατυχία του Αλέξη Τσίπρα ήταν ότι ο χώρος για μια αριστερή κυβερνητική στρατηγική είναι σήμερα σαφώς στενότερος από ο,τι ήταν σαράντα χρόνια πριν. Γι’ αυτό και η πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου έχει μείνει στη μνήμη των λαϊκών μάζων ως κατεξοχήν περίοδος υλικών κατακτήσεων, ενώ η δική του κυβέρνηση συντρίφτηκε στις μυλόπετρες της δημοσιονομικής στενότητας και των πρωτογενών πλεονασμάτων που ο ίδιος αποδέχτηκε. Το γεγονός αυτό σήμανε ότι η ταχύτητα με την οποία εξελίχθηκαν τα πράγματα ήταν φρενήρης: η άνοδος και η πτώση του κυβερνητικού εγχειρήματος του Ανδρέα Παπανδρέου διήρκεσε δεκαετίες, σε αντίθεση με το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ που ήταν πολύ πιο σύντομο και κομματικά αδύναμο. Αυτό πέραν των άλλων σήμανε και το εξής κρίσιμο: η κυρίαρχη τάξη θυμόταν πολύ ζωντανά την τρομάρα του 2010-2015 και δεν έδωσε ούτε ελάχιστα χώρο στο μεταρρυθμιστικό εγχείρημα που αναδύθηκε. Αυτός ο συμπιεσμένος ιστορικά χρόνος είναι που εξηγεί και τα εξαιρετικά έντονα συναισθήματα που γεννά η προσωπικότητα του Τσίπρα σε εχθρούς και φίλους: τον φόβο των από πάνω, την απέχθεια των μεσοστρωμάτων, την αγάπη των πιστών οπαδών, το αίσθημα προδοσίας όσων τον αποχωρίστηκαν.

Προσωπικά, διαφωνώ εξαρχής με τη στρατηγική που εξαρτά την κοινωνική αλλαγή από τη διαχείριση του κράτους και επενδύει σε ψηφοφόρους και όχι σε κινήματα των οργανωμένων παραγωγών στους χώρους δουλειάς. Αν επέλεγα, όμως, ένα βασικό σημείο κριτικής θα ήταν αυτό: το μεγαλύτερο λάθος του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα, στο πλαίσιο της δικής τους στρατηγικής, ήταν η εσφαλμένη πεποίθηση ότι η κυρίαρχη τάξη, το πολιτικό προσωπικό της, τα ΜΜΕ της, οι κονδυλοφόροι της, θα ανέχονταν σήμερα την οποιαδήποτε επάνοδό τους στην κυβερνητική εξουσία χωρίς μαζικό εξαναγκασμό. Δεν ξέρω τι ή ποιός έπεισε τον Τσίπρα ότι θα μπορούσε να κατευνάσει αυτούς που τον βδελύσσονταν. Αλλά, ακόμα και το όνομά του να άλλαζε ή και πλαστική στα μούτρα του να έκανε, δεν θα τον δέχονταν! Θα έβλεπαν πάντα σε αυτόν τον αρχέγονο τρόμο της απώλειας του πλούτου και της εξουσίας τους. Θα άκουγαν τη βοή του πεζοδρομίου οτιδήποτε και αν έλεγε αυτός για να τους καθησυχάσει. Γι’ αυτό και, ακόμα και τη μέρα της αποχώρησης, την κατεξοχήν μέρα που θα μπορούσες ανθρώπινα να ευχηθείς σε κάποιον να ξεκουραστεί και να χαρεί τον ελεύθερο χρόνο με την οικογένεια και τους δικούς του ανθρώπους, ο γόνος της δυναστείας Μητσοτάκη ξέρασε τις γνωστές του ασχημίες. Ο δρόμος του κατευνασμού γίνεται όλο και πιο απροσπέλαστος.

Πέραν από συμπάθειες ή αντιπάθειες, ας αξιοποιήσουμε τα στρατηγικά διδάγματα αυτού του κύκλου που κλείνει για να είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι για όσα είναι μπροστά μας.